- χορδόφωνο
- το, Νμουσ. μουσικό όργανο με χορδές, έγχορδο όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chordophone < χορδή + -φωνο (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ούτι — Χορδόφωνο μουσικό όργανο της οικογένειας του λαούτου. Η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό Al Ud, που σημαίνει ξύλινο όργανο και είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Το ο., που συχνά συγχέεται με το λαούτο, δεν είναι όργανο συνοδείας, αλλά παίζει … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
πολύτοξο — Ν μουσ. χορδόφωνο μουσικό όργανο δυτικοαφρικανικής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τόξο] … Dictionary of Greek
ραμπάμπ — και ρεμπάμπι, το, και ρεμπα (μ)πα, η, Ν μουσ. αραβικό χορδόφωνο όργανο το αρχαιότερο γνωστό όργανο με δοξάρι που αναφέρεται για πρώτη φορά κατά τον 10ο αιώνα και το οποίο κατείχε εξέχουσα θέση στην μεσαιωνική και μεταγενέστερη αραβική έντεχνη… … Dictionary of Greek
ρεμπέκ — το, και ρεμπέκα και ρεβέκα, η, Ν μουσ. χορδόφωνο μουσικό όργανο με δοξάρι τής μεσαιωνικής και πρώιμης αναγεννησιακής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rebec / rebeck < μσν. γαλλ. rebec, αραβ. rebāb (βλ. λ. ραμπάμπ) πιθ. κατ επίδραση τού γαλλ. bec… … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek